- πολεμαδόκος
- πολεμᾱδόκος1 taking the brunt of war
ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις P. 10.13
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις P. 10.13
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πολεμαδόκος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. πολεμηδόκος … Dictionary of Greek
πολεμηδόκος — δωρ. τ. πολεμαδόκος, ον, Α 1. αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, φιλοπόλεμος 2. (για όπλο) αυτός που χρησιμεύει για τη διεξαγωγή τού πολέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + συνδετικό φωνήεν η για μετρικούς λόγους + δόκος (< δέκομαι /… … Dictionary of Greek